- μαχαιρώνω
- μετ. ранить или убивать ножом, кинжалом; закалывать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαχαιρώνω — μαχαιρώνω, μαχαίρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μαχαιρώνω — [μαχαίρι] 1. χτυπώ, τραυματίζω ή σκοτώνω κάποιον με μαχαίρι 2. (το παθ. ως αλληλοπαθές) μαχαιρώνομαι αλληλοσφάζομαι («οι αντίπαλοι τών δύο ομάδων μαχαιρώθηκαν μετά το τέλος τού αγώνα») … Dictionary of Greek
μαχαιρώνω — μαχαίρωσα, μαχαιρώθηκα, μαχαιρωμένος, πληγώνω ή σκοτώνω κάποιον με μαχαίρι: Τη μαχαίρωσε από ερωτική αντιζηλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαχαίρωμα — ατος, το [μαχαιρώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαχαιρώνω, φόνος ή τραυματισμός με μαχαίρι … Dictionary of Greek
αμαχαίρωτος — η, ο [μαχαιρώνω] αυτός που δεν χτυπήθηκε, δεν τραυματίστηκε ή δεν σκοτώθηκε με μαχαίρι … Dictionary of Greek
εκκεντώ — ( έω) (AM ἐκκεντῶ) εξορύσσω, βγάζω έξω νεοελλ. με αιχμηρό όργανο τρυπώ το δέρμα ώσπου να αιμορραγήσει αρχ. 1. διατρυπώ, διαπερνώ 2. σφάζω, μαχαιρώνω 3. σκοτώνω, ξεκάνω 4. τσιμπώ … Dictionary of Greek
κεντώ — άω (ΑΜ κεντῶ, έω) 1. (για έντομα) κεντρίζω, κεντρώνω, τσιμπώ («μέ κέντησε μια μέλισσα») 2. ερεθίζω κάποιον για να προβεί σε μια ενέργεια, αναγκάζω το άλογο να προχωρήσει, σπιρουνίζω («τη φοράδα κτύπα, κέντησον, φύγε», Κάλβ.) νεοελλ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek
μαχαίρι — Κοπτικό εργαλείο με χειρολαβή και μεταλλική λεπίδα. Η κατασκευή των μ. ποικίλει, ωστόσο η λεπίδα τους κατασκευάζεται από σίδερο ή ατσάλι, ενώ η λαβή είτε από το ίδιο μέταλλο (όπως στα τραπεζομάχαιρα), οπότε αποτελεί ενιαίο κομμάτι με τη λεπίδα,… … Dictionary of Greek
συνεκκεντώ — έω, ΜΑ διατρυπώ ή πλήττω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν* + ἐκκεντῶ «διατρυπώ, μαχαιρώνω»] … Dictionary of Greek